- άδολος
- -η, -οεπίρρ. -α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄδολος — guileless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… … Dictionary of Greek
ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτην — ἄδολος guileless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)